Στέλιος Καζαντζίδης. Δείτε και διαβάστε!

 

 

                  Στέλιος Καζαντζίδης

 

   '' Γεννήθηκε με το παράπονο. Ούτε η επιτυχία και τα χρήματα που ήρθαν ούτε η λατρεία των θαυμαστών του κατόρθωσαν να τον παρηγορήσουν.

 

   Η κοντόφθαλμη αριστερά δεν είδε πώς ήταν το πιο ατόφιο, δικό της παιδί. Οι διανοούμενοι περιφρονούσαν και απέρριπταν τα τραγούδια του. Δεν κατάλαβαν ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν απλώς ο κορυφαίος ΄Ελληνας τραγουδιστής αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο.

 

    Τις δεκαετίες ΄50 - '60 οι Έλληνες ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες,η οικονομική εξαθλίωση, η αναγκαστική μετανάστευση, η αδικία, τα βάσανα και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί είχαν κάνει την ζωή τους απελπισία.

 

   Η άρχουσα τάξη της χώρας προσέβλεπε στη Δύση και περιφρονούσε έως εξοστρακισμού κάθε στοιχείο λαϊκής έκφρασης που δεν είχε το δυτικό του αντίστοιχο. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε σβήσει μέσα στις περιθωριακές ομάδες που εκπροσωπούσε, και στο κρατικό ραδιόφωνο και στα κοσμικά κέντρα της εποχής έπαιζαν δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια, μάμπο, τσατσά και ρούμπες.

 

   Τότε ακούστηκε ο Στέλιος

 

   Μιά κρυστάλλινη αρρρενωπή φωνή μέ κύρος πέρναγε πάνω από τις στέγες των φτωχόσπιτων και συναντούσε τους ανθρώπους στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις αυλές των σπιτιών.΄Εμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες στα δωμάτια που έμεναν ολόκληρες οικογένειες και τους έκανε να σωπάσουν συλλογισμένοι. Ήταν μια φωνή που τραγουδούσε τα δικά τους βάσανα, τα ανύψωνε σε δραματικές σφαίρεςε, και σε ορισμένες περιπτώσεις τους προσέδιδε διαστάσεις έπους.

 

   Ήταν ο ίδιος απαρηγόρητος

 

   Η υπόδειξη του Γράμσι στους ηγέτες της εργατικής τάξης να προσπαθήσουν να περάσουν από το ''κατανοώ'' στο ''αισθάνομαι'' για τον Καζαντζίδη ήταν περιττή. Η φωνή του και ο τρόπος της αποκάλυπταν την καταγωγή του και τα δικά του προσωπικά του βάσανα. Αισθανόταν ως τα μύχια της ψυχής του αυτά που τραγουδούσε.Έφερε την βαριά δωρεά της ταυτοπροσωπείας με το έργο του. Πόναγε αφόρητα με τα τραγούδια του. Όρισμένες φορές έκλαιγε την ώρα της ηχογράφησης στο στούντιο. Κι΄αν ο ίδιος ελέγχει για κάτι τον εαυτό του, είναι για τις ελάχιστες στιγμές που χάρηκε. Αυτός ο άνθρωπος με το πένθος ζωής, εξομολογείται πως δεν έπρεπε να πεί το ''Σήκω χόρεψε κουκλί μου''. Δεν του ταίριαζε.

 

   Ο Στέλιος ήταν μια ψυχή που κλαίει

 

   Οι αναίσθητοι τον χλεύασαν πως κλαψουρίζει. Το κλάμα όμως δεν είναι κακό, λυτρωτικό είναι. Η φωνή του ήταν μια αδελφική αγκαλιά να τρυπώσεις και να παραπονεθείς. Και οι ανυποψίαστοι που ζήσανε προστατευμένοι και κόπτονται υπέρ μιας πολυπολιτισμικότητας (την οποία εννοούν ως πλήρη εκδυτικισμό) τον κατηγόρησαν για ορισμένα αραβοϊνδόπνευστα τραγούδια ενώ τα παιδιά των καλών σχολείων μπορούν να άδουν εν χορώ τα άνοστα ''Frere jacques'', ''jingle Bells'', ''Der Lindenbaum'', και μαντράχαλοι ακόμη να εύχονται τραγουδιστά ''Happy Birthday''.

 

   Ό Στέλιος ήταν ανδροπρεπής, ευγενικός και βαθειά μελαγχολικός. Η φωνή του και ο τρόπος της ήταν ένα υψηλής αισθητικής άκουσμα. Έφεραν το ήθος και το ύφος της Ανατολής με σπάνιας διαύγειας άρθρωση των φωνηέντων. Ιδίως το παραπονεμένο ''ααα'' του, άκουσμα μοναδικής συγκίνησης και ομορφιάς.

   Ο αρρενωπός λυγμός του Στέλιου ήταν ο λυγμός ενός ολόκληρου λαού, μιας χώρας ποτυ αιμορρραγούσε.Ο Βρετανικός ''Γκάρντιαν'' το κατέγραψε  ''Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της φωνής του Καζαντζίδη, που του επέτρεψε να περάσει στους ακροατές του τον πόνο της προδοσίας και του αποχωρισμού είναι η άρθρωση του φωνήεντος 'α'. Δεν έμοιαζε με τον τρόπο που τον αρθρώνουν οι τραγουδιστές της όπερας που επιδεικνύουν τις φωνητικές τους ικανότητες και το πιάνουν πολύ ψηλά. Αντίθετα, ακουγόταν σαν παιδικός λυγμός που έβγαινε μέσα από την καρδιά''.

 

   Η πραγματικότητα είναι πως το ευρύ λαϊκό κοινό που φιλοδοξούσαν να κερδίσουν οι συνθέτες του έντεχνου τραγουδιού ανήκε στον Καζαντζίδη και στις χιλιάδες περιφρονημένα τραγούδια του.

 

   Οι Έλληνες άκουγαν Θεοδωράκη και Χατζηδάκη, μα τραγουδούσαν Καζαντζίδη. Στη γιορτή, στον πόνο, στο αυτοσχέδιο γλέντι, στο μεράκι, στο ερωτικό βάσανο θέλανε τα ''δικά τους'' τραγούδια. Ακόμα και σήμερα άλλα παίζει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο και άλλα τραγουδάει ο κόσμος.

 

   Η μυθική ''Μαντουμπάλα'' ακουγόταν παντού και ήταν επί 10 χρόνια πρώτη σε πωλήσεις. Εκτοπίστηκε από την κορυφή από ένα άλλο δικό του τραγούδι. Οι απλοί άνθρωποι βαπτίζανε τα παιδιά τους Στέλιο και ορκίζονταν στη φωτογραφία του. Σταμάταγε το τρένο και κατέβαιναν ο οδηγός και οι επιβάτες να τον ακούσουν. Μόνο η Ουμ Καλσούμ στο Κάϊρο και η Φεϊρούζ στο Λίβανο προκαλούσαν ανάλογα γεγονότα.

 

   Ο Στέλιος δεν υπήρξε ποτέ απόμακρο είδωλο ούτε ρεμπέτης που κανείς δεν ξέρει από που κρατάει η σκούφια του. Οι πάντες ήξεραν τα πάντα γι΄αυτόν. Η ζωή του ήταν ανοιχτό βιβλίο, όπως η ζωή του γείτονα.Παιδί προσφύγων ορφανό από πατέρα, αφοσοιωμένος γιός και με λαϊκή γυναίκα ορατή σε όλους.

 

   Η τέλεια περιφρόνησή του πρός τον πλούτο και την πολυτέλεια έδωσε κουράγιο και αξιοπρέπεια στους Έλληνες να υπομείνουν την φτώχεια τους.

 

   Το προσφυγόπουλο Στέλιος Καζαντζίδης είχε τραβήξει εξ΄αρχής μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αδικημένους, που κατέτασσε και τον εαυτό του, και τους δυνατούς, που όριζαν τις τύχες των άλλων. Θα μπορούσε, όποτε ήθελε, να περάσει στην άλλη πλευρά μα ποτέ δεν το διανοήθηκε. Παρέμεινε πεισματικά μαζί με τους φτωχούς και τους ανυπεράσπιστους και, όπως ο ίδιος έλεγε ''φόραγαν το ίδιο παντελόνι''.

 

   'Αμφισβήτησε έντονα με την ζωή και τα τραγούδια του το χρήμα. Τη μία και μοναδική αξία που εμφανίστηκε τότε και απειλούσε την γνησιότητα αισθημάτων. Τα τραγούδια που διάλεξε υμνούσαν τις παραδοσιακές αξίες και τα λαϊκά ήθη. Εντιμότητα, έρωτα, φιλία, πίστη και αξιοπρέπεια.

 

   Όπως ήταν επόμενο ηττήθηκε

 

   Ηδύναμη του χρήματος τις επόμενες δεκαετίες παρέσυρε τα πάντα. Στα μαγαζιά που δούλευε εμφανίστηκε ένα νεόπλουτο κοινό που έσπαγε επιδεικτικά κολόνες πιάτα και θορυβούσε ξεδιάντροπα όταν εκείνος τραγουδούσε.

 

   Τότε τράπηκε σε φυγή.

 

   Εγκατέλειψε τα κέντρα στην ακμή της καριέρας του (1965) και παρά τις απίστευτα δελεαστικές προτάσεις δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά ενώπιον κοινού.

 

   Τελευταία είπαν ότι η εικόνα του ράγισε στις αίθουσες των δικαστηρίων και στις τηλεοπτικές οθόνες. Πάλι δεν κατάλαβαν. Ο Στέλιος ήταν για άλλη μια φορά ο εαυτός του. Εκτέθηκε όπως εκτίθενται οι λαϊκοί άνθρωποι στους άξενους γι΄αυτούς χώρους γραφείων και δικαστηρίων, που δεν έχουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τους αεριτζήδες και τους πονηρούς.

 

   Κι΄έφυγε με το παράπονο.''

                                                                            Το άρθρο αυτό δημοσίευσαν ''ΤΑ ΝΕΑ''